Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεθισμός
ουσιαστικό αρσενικό abitu`dine ~f~, assuefazio`ne ~f~ εθισμός σ' ένα κλίμα == assuefazione ad un clima | έχει απoκτήσει εθισμό στην ασπιρίνη == si è assuefatto all'aspirina permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |