Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεθνικότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 nazionalità ~f~ ελληνικής εθνικότητας == di nazionalità greca | άγνωστης εθνικότητας == di nazionalità sconosciuta 2 gruppo ~m~ e`tnico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |