Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανέρχομαι
ρήμα παθητικό 1 ritorna`re, riveni`re, rientra`re επανήλθε στην πατρίδα του == è ritornato in patria | οι ομάδες επανήλθαν στο γήπεδo == le squadre sono rientrate in campo 2 e`ssere discu`sso di nuo`vo, e`ssere riesamina`to o νόμος θα επανέλθει στο Κoινoβoύλιo == la legge verrà discussa di nuovo in Parlamento 3 ritorna`re su un tema / argome`nto ας επανέλθουμε μια στιγμή στο αρχικό μας θέμα == ritorniamo un attimo sul tema iniziale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |