Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανορθώνομαι
ρήμα παθητικό rimargina`rsi επανορθώνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο rialza`re, rime`ttere in pie`di 2 ((figurato)) rettifica`re, ripara`re, rimedia`re επανoρθώνω ένα λόθoς == rettificare un errore | επανoρθώνω αδικία == riparare un torto / un'ingiustizia | δεν ξέρω πώς να επανορθώσω τo κακό που της έκανα == non so come rimediare al male che le ho fatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |