Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εντοπίζομαι
ρήμα παθητικό

localizza`rsi

εντοπίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 περιορίζω circoscri`vere, isola`re, contene`re, delimita`re, localizza`re οι πυροσβέστες εντόπισαν την πυρκαγιά == i vigili del fuoco hanno circoscritto / isolato / localizzato l'incendio
2 ((figurato)) βρίσκω localizza`re, determina`re la posizi`one το ραντάρ εντόπισε δύο εχθρικά αεροπλάνα == il radar ha localizzato due aerei nemici
3 ((figurato)) individua`re, determina`re εντοπίζω την αιτία του κακού == individuare la causa del male

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εντονώτερος εντοπιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---