Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένδειξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 segno ~m~, prova ~f~, attestazio`ne ~f~ σε ένδειξη φιλίας == in segno d'amicizia | της πρόσφερε λουλούδια σε ένδειξη αγάπης == le ha offerto dei fiori come segno d'amore 2 indi`zio ~m~, indicazio`ne ~f~ αυτά είναι απλώς ενδείξεις, και όχι αποδείξεις == questi sono solo indizi, non prove | δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ενοχής == non esiste il benché minimo indizio di colpa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |