Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενασχολούμαι  
ρήμα παθητικό

occupa`rsi, diletta`rsi ενασχολείται με τη ζωγραφική == si diletta di pittura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενασχόληση ενατενίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---