Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπεδώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 consolida`re, rafforza`re εμπεδώνω τη θέση μoυ == consolidare la propria posizione
2 scuola assimila`re a fondo δεν έχει εμπεδώσει καλά τo μάθημά του == non ha assimilato bene la materia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπεδωμένος εμπέδωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---