Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμμηνα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

mestruazio`ni ~fp~, me`struo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμμετρωπικός εμμηναγωγός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---