Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέκθεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 esposizio`ne ~f~, mostra ~f~, fie`ra ~f~, rasse`gna ~f~, salo`ne ~m~ παγκόσμια έκθεση == esposizione universale | διεθνής έκθεση == esposizione internazionale | έκθεση ζωγραφικής == mostra di pittura | έκθεση βιβλίού == fiera del libro | έκθεση σύγχρονης τέχνης == rassegna d'arte contemporanea | έκθεση αυτoκινήτων == autosalo`ne / salo`ne ~m~ dell'automo`bile 2 lo stare esposto, esposizione έκθεση στον ήλιο == esposizione al sole 3 ((figurato)) esposizio`ne ~f~, relazio`ne ~f~, rappo`rto έκθεση των γεγονότων == esposizione dei fatti | ιατροδικαστική έκθεση == referto del medico legale 4 scuola tema ~m~, composizio`ne ~f~, componime`nto ~m~ αυτός o μαθητής γράφει καλές εκθέσεις == quello studente scrive dei bei temi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |