Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκθεμελιώνω  
ρήμα μεταβατικό

distruggere dalle fondamenta ((anche in senso figurato)) εκθεμελιώνω ένα αυθαίρετο κτίσμα == distruggere dalle fondamenta una costruzione abusiva

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έκθεμα εκθεμελίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---