Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκαθαρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 depura`re
2 ((figurato)) epurare εκκαθαρίζω τις ένοπλες δυνάμεις == epurare le forze armate
3 ((per estensione)) liquida`re, sistema`re εκκαθαρίζω μια υπόθεση == liquidare una questione
4 persona liquida`re
5 economia pagare salda`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκθρονισμένος εκκαθάριση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---