Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκαθαριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

peri`to ~m~ liquidatore

εκκαθαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εκκαθαριστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκαθάριση εκκαθαριστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---