Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκαθαριστής
ουσιαστικό αρσενικό peri`to ~m~ liquidatore εκκαθαρίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εκκαθαριστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |