Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκδόσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός 1 plurale di [έκδοση ^-ης, η^] 2 casa ~f~ editri`ce, edizio`ni ~fp~ εκδόσεις ''Αστήρ'' == edizioni ''l'astro'' έκδοση ουσιαστικό θηλυκό 1 edizio`ne ~f~, pubblicazio`ne ~f~ η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε == la prima edizione è esaurita 2 edizio`ne, sta`mpa, versio`ne ~f~ πολυτελής έκδοση == edizione di lusso 3 emanazio`ne, promulgazio`ne ~f~ έκδοση διατάγματος == emanazione di un decreto 4 estradizio`ne ~f~ 5 emissio`ne ~f~ έκδοση καινoύριας σειράς γραμματoσήμων == emissione di una nuova serie di francobolli 6 rila`scio ~m~ έκδοση διαβατηρίου == rilascio di un passaporto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |