Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφευρέτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 cervello`ne ~m~ 2 ideato`re ~m~ 3 immaginato`re ~m~ 4 invento`re ~m~ εφευρετής ουσιαστικό αρσενικό invento`re ~m~ εφευρέτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εφευρέτης ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |