Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έφεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 diritto appe`llo ~m~
2 vocazio`ne ~f~, inclinazio`ne ~f~ έχει έφεση στη μουσική == ha vocazione per la musica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφεξής εφεσιβάλλεται  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


έχω έφεση σε κάτι = essere portati per qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---