Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεκατίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 storia riscuo`tere la de`cima; decima`re
2 ((per estensione)) decima`re; fare strage η επιδημία δεκάτισε το κοπάδι==l'epidemia ha decimato il gregge

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεκατημόριο δεκάτομος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---