Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεκάρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 mone`ta ~f~ o bancono`ta ~f~ da die`ci cente`simi 2 ((per estensione)) quattro soldi κάποτε αγόραζε; αυτά τα οικόπεδα με μια δεκάρα==in passato questi terreni si potevano comprare per quattro soldi+++πράγμα της δεκάρας==cosa dozzinale | άνθρωπος της δεκάρας==persona da poco | δε δίνω δεκάρα==non me ne importa niente | δε μου 'μεινε δεκάρα==son rimasto senza un centesimo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαλυπάμαι και την δεκάρα = essere attaccato ai soldi [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |