Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεδουλευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [δουλεύω]
2 burocrazia matura`to δεδουλευμένος τόκος==interesse maturato | δεδουλευμένος μισθός==stipendio dovuto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεδομένος δεήσεις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---