Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεδομένο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 dato ~m~; dato ~m~ di fatto ας λάβουμε ως δεδομένο την τιμιότητά του==diamo per scontata la sua onestà 2 assio`ma ~m~ 3 dato ~m~ (scienti`fico) επεξεργασία δεδομένων==elaborazione di dati+++δεδομένου ότι==dato che permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη επεξεργασία δεδομένων = elaborazione [θηλ.] dati Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |