Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χώρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 [κράτος] stato
2 [πρωτεύουσα] capoluogo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χώνω χωρατατζής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι υπό ανάπτιξη χώρες [f.] = paesi [αρσ. πλυθ.] in via di sviluppo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---