Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χωνεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 digerire
2 [μέταλλο] fondere
3 [αποτεφρώνομαι] ridursi in cenere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χωνευτικός χώνεψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---