Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χτύπημα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [κρότος] colpo, botta
2 [συμφορά] disgrazia
3 [αυγών] sbattitura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χτίστης χτυπημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---