Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχτυπώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 percuotere 2 [αμετάβατο] prendere una botta 3 [βλάπτω] colpire 4 [αυγά] sbattere 5 [πόρτα] bussare 6 [χέρια, πόδια] battere 7 [ηχώ] suonare 8 [τραυματίζω] ferire 9 [ζώα] uccidere permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαχτυπώ την πόρτα = battere alla porta || χτυπώ στο μάτι = dare nell'occhio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |