Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχρόνος
ουσιαστικό αρσενικό 1 tempo 2 [έτος] anno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασυν τω χρόνω = con l'andar del tempo || εδώ και δύο χρόνια = da due anni || τού χρόνου = l'anno [αρσ.] prossimo || πόσων χρονών είσαι; = quanti anni hai? || ο ανεκμετάλλευτος χρόνος = tempo [αρσ.] perso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |