Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χρυσαφικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

valori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χρυσαφίζω χρυσελεφάντινος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα χρυσαφικά = gli ori [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---