Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χονδρικός
επίθετο

1 [γενικός] approssimativo
2 [πώληση] all'ingrosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χονδρικά Χονδρίνη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η χονδρική πώληση = vendita [θηλ.] all'ingrosso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---