Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χονδρέμπορος
ουσιαστικό αρσενικό

1 mercante all' ingrosso
2 grossista
3 commerciante all'ingrosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χονδρεμπόριο χονδρικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---