Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχαρά
ουσιαστικό θηλυκό gioia, allegria permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη παιδική χαρά = parco [αρσ.] giochi || πετώ απο χαρά = saltare di gioia Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |