Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιβλιοσυλλέκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

collezioni`sta ~m~ di libri; biblio`filo ~m~

βιβλιοσυλλέκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βιβλιοσυλλέκτης ^-η, ο^]
2 collezioni`sta ~f~ di libri; biblio`fila ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιβλιοπώλισσα βιβλιοφάγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---