Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτοσυντήρηση
ουσιαστικό θηλυκό il mantene`rsi da sé; l'e`ssere ecomicame`nte autosufficie`nte αίσθημα της αυτοσυντήρησης==istinto di conservazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |