Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοσχέδιος  
επίθετο

estempora`neo; immedia`to; improvvisato αυτοσχέδια βόμβα==bomba rudimentale | αυτοσχέδια ομιλία==discorso estemporaneo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτοσχεδιαστικός αυτοσχεδίως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---