Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτοστιγμεί
επίρρημα 1 immediatame`nte 2 o`ra 3 su`bito αυτοστιγμείς επίρρημα variante di [αυτοστιγμεί] αυτοστιγμής επίρρημα variante di [αυτοστιγμεί] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |