Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοδημιούργημα
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αυτοδημιούργητος]

αυτοδημιούργητος  
επίθετο

che si è fatto da sé

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτόγυρο αυτοδιάθεση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---