Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρτυμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

gastronomia spe`zie ~fp~; aro`mi ~mp~; odo`ri ~mp~

αρτύματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 spe`zie ~fp~
2 spezieri`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρτύζω αρτυμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---