Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργυρός, (raro) άργυρος  
επίθετο

d'arge`nto; arge`nteo ((anche in senso figurato)) αργυρό μετάλλιο==medaglia d'argento | αργυρός δίσκος==vassoio d'argento | αργυρό φεγγάρι==luna d'argento | μια αργυρή λάμψη==un chiarore argenteo | αργυροί γάμοι==nozze d'argento

άργυρος  
ουσιαστικό αρσενικό

arge`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αργυρόπολη αργυροστολισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---