Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργύρια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

denaro ~m~

αργύριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

mone`ta ~f~ d'arge`nto τα τριάκοντα αργύρια==i trenta denari (di Giuda)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργυραμοιβός Αργύριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---