Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπωθώ
ρήμα μεταβατικό 1 respi`ngere; ricaccia`re απωθώ τον εχθρό==respingere il nemico 2 ripugna`re; disgusta`re; repe`llere τον απωθούσε η ιδέα τον γάμου==l'idea del matrimonio gli ripugnava | αυτό το άτομο με απωθεί==quella persona mi disgusta 3 psicologia repri`mere; rimuo`vere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |