Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απώλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pe`rdita ~f~; smarrime`nto ~m~ απώλεια διαβατηρίου==smarrimento del passaporto | η απώλεια των αισθήσεων==la perdita dei sensi
2 pe`rdita ~f~; fuga ~f~ απώλεια αερίου==fuga di gas
3 pe`rdita ~f~; da`nno ~m~; rovi`na ~f~ ανεπανόρθωτη απώλεια==danno irreparabile
4 pe`rdita ~f~; scompa`rsa ~f~ η απώλειά του υπήρξε μεγάλο πλήγμα για μας==la sua scomparsa fu un gran colpo per noi
5 ((figurato)) perdizio`ne ~f~ παρασύρω κάποιον στην οδό της απώλειας==mettere qualcuno sulla via della perdizione | οίκος απώλειας==luogo di perdizione

απώλειες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

militare pe`rdite ~fp~ υπέστησαν μεγάλες απώλειες==hanno subito gravi perdite

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απωθώ απώλητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---