Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάπτομαι
ρήμα παθητικό 1 tocca`re; riferi`rsi (a) άπτομαι ενός θέματος==toccare un tema, un argomento | μη μού άπτου==noli me tangere, non mi toccare 2 rientra`re; ricade`re; e`ssere relati`vo (a) η περίπτωσή σας άπτεται της δικαιοδοσίας άλλον γραφείου==il Suo caso rientra, ricade nella giurisdizione di un altro ufficio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |