Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποσκευές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός i bagagli γραφείο αποσκευών (σε σταθμό)==deposito bagagli (della stazione) αποσκευή ουσιαστικό θηλυκό ((specialmente al plurale)) baga`glio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη παραλαβή αποσκεύων = accettazione [θηλ.] bagagli || η φύλαξη αποσκευών = deposito [αρσ.] bagagli || η φορολογική ατέλεια αποσκευών = franchigia [θηλ.] bagaglio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |