GrecoItaliano


αποσκευή  
ουσιαστικό θηλυκό

((specialmente al plurale)) baga`glio

αποσκευές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

i bagagli γραφείο αποσκευών (σε σταθμό)==deposito bagagli (della stazione)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η παραλαβή αποσκεύων = accettazione [θηλ.] bagagli || η φύλαξη αποσκευών = deposito [αρσ.] bagagli || η φορολογική ατέλεια αποσκευών = franchigia [θηλ.] bagaglio



Sfoglia il dizionario




{{ID:APOSKEYH100}}
---CACHE---