Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποθαρρημένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αποθαρρύνω]

αποθαρρυμένος
επίθετο

1 variante di [αποθαρρημένος]
2 participio passato del verbo [αποθαρρύνω]
3 abbacchia`to
4 abbattu`to
5 avvili`to
6 demoralizza`to
7 prostra`to
8 sconsola`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθανών αποθαρρύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---