Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απολιθώνομαι
ρήμα παθητικό

1 impietri`rsi
2 mineralizza`rsi
3 pietrifica`rsi

απολιθώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 fossilizza`re; pietrifica`re απολιθωμένο δάσος==foresta pietrificata | η Μεδούσα απολίθωνε όποιον την κοιτούσε==la Gorgona impietriva chi la guardava
2 pietrifica`re; impietri`re έμεινε απολιθωμένος απ' το φόβο==restò impietrito dalla paura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απολιθωμένος απολίθωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---