Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόληξη  
ουσιαστικό θηλυκό

estremità (di un oggetto) μυτερή απόληξη==estremità appuntita

απόληξις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απόληξη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απολήγω απολησμονημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---