Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απλοχέρης  
επίθετο

largo di mano; largo di ma`nica; genero`so

απλόχερος
επίθετο

variante di [απλοχέρης ^-α, -ικο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απλόχερα απλοχεριά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---