απαντάω
ρήμα μεταβατικό
variante di [απαντώ]
απαντώ
ρήμα μεταβατικό
1 rispo`ndere τού απάντησε εκνευρισμένη==gli rispose irritata
2 συναντώ incontra`re τον απάντησα στην εκκλησιά==l'ho incontrato in chiesa
απαντώ
ρήμα αμετάβατο
rico`rrere; incontra`rsi η λέξη απαντά συχνά στον Όμηρο==quella parola ricorre spesso in Omero