Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαράβατος  
επίθετο

inviola`bile; non trasgredi`bile απαράβατος κανόνας==regola inviolabile | απαράβατος νόμος==legge inviolabile | απαράβατος όρος==condizione inviolabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαράβαλτος απαραβίαστο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---