Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιστυλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 puntella`re
2 rinforza`re
3 sorre`ggere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιστυλωμένος αντισυλληπτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---