Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντισφαιριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

sport tenni`sta ~m~

αντισφαιρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντισφαιριστής ^-ή, ο^]
2 sport tenni`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντισφαίρισις αντίσωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---