Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιστρέφομαι
ρήμα παθητικό

capovo`lgersi

αντιστρέφω  
ρήμα μεταβατικό

1 inverti`re αντιστρέφω τους όρους ενός κλάσματος==invertire i termini di una frazione
2 capovo`lgere, ribalta`re αντιστρέφω την κατάσταση==capovolgere la situazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιστρεπτότητα αντιστρέψιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---